- γεωδαίτης
- ο геодезист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεωδαίτης — ο (AM γεωδαίτης, Α και γεωδαίστης) αυτός που ασχολείται με τη γεωδαισία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + δαίτης < δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»] … Dictionary of Greek
γεωδαίτης — ο μηχανικός ειδικός στη γεωδαισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
γεωδαιτώ — ( έω) (Μ γεωδαιτοῡμαι, έομαι) [γεωδαίτης] νεοελλ. 1. ασχολούμαι με τη γεωδαισία μσν. διανέμω, διαμοιράζω τη γη … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
δαίτης — δαίτης, ο (Α) ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ). ΣΥΝΘ. γεωδαίτης αρχ. αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης] … Dictionary of Greek
τριγωνομέτρης — ο, Ν 1. γεωδαίτης που εκτελεί τριγωνισμούς 2. τοπομετρογραφος που εκτελεί τοπικούς ή γραφικούς τριγωνισμούς 3. όργανο που προορίζεται για την επίλυση προβλημάτων σχετικών με τα τρίγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + μέτρης (< μέτρο*), πρβλ. γεω… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Αλεξάντερ Ρος — (Alexander Ross Clarke, Ρέντινγκ 1828 – Ρεϊγκέιτ 1914). Άγγλος γεωδαίτης (επιστήμονας που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και του μεγέθους της γήινης επιφάνειας ή εκτάσεών της). Προσδιόρισε δύο φορές, το 1866 και το 1880, τις… … Dictionary of Greek
Λαμπαδάριος, Δημήτριος — (Αθήνα 1893 – 1950). Γεωδαίτης, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και γεωδαισία στο πολυτεχνείο της Δρέσδης. Υπηρέτησε στην τοπογραφική υπηρεσία της Βέρνης, στο υπουργείο Σιδηροδρόμων… … Dictionary of Greek
Στρούβε, Βασίλι Γιάκοβλεβιτς — Ρώσος αστρονόμος και γεωδαίτης (1793 1864). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπτ (Τάρτου). Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής του αστεροσκοπείου του Ντερπτ και του αστεροσκοπείου του Πούλκοβο (στην Πετρούπολη). Έγινε γνωστός για τη συμβολή του στην… … Dictionary of Greek
Χέλμερτ, Φρίντριχ Ρόμπερτ — (Helmert, Φράιμπεργκ, Σαξονία 1843 – Πότσνταμ 1917). Γερμανός γεωδαίτης. Εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου (1868 70), έγινε υφηγητής (1870) και καθηγητής της γεωδαισίας στο πολυτεχνείο του Άαχεν (1872 – 1887) και μετά καθηγητής στο… … Dictionary of Greek